παρμένετ'

παρμένετ'
παρμένετε , παραμένω
stay beside
pres imperat act 2nd pl
παρμένετε , παραμένω
stay beside
pres ind act 2nd pl
παρμένεται , παραμένω
stay beside
pres ind mp 3rd sg
παρμένετο , παραμένω
stay beside
imperf ind mp 3rd sg (homeric)
παρμένετε , παραμένω
stay beside
imperf ind act 2nd pl (homeric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραμένω — ΝΑ, και ποιητ. τ. παρμένω, Α 1. εξακολουθώ να βρίσκομαι όπου ή όπως ήμουν («παρέμεινε στην εξοχή όλο το καλοκαίρι») 2. μένω κοντά σε κάποιον νεοελλ. 1. διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση («παρέμεινε πιστός οπαδός») 2. διαμένω κάπου προσωρινά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”